προύχοντας

προύχοντας
ο
πρόκριτος, προεστός, κοτζαμπάσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προύχοντας — και προύχων, οντος, ο, Ν 1. πρόκριτος, προεστός 2. στον πληθ. οι προύχοντες α) η τάξη των πλουσίων β) (στην τουρκοκρατία) οι κοτζαμπάσηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προύχων, οντος έχει προέλθει, με συναίρεση τών οε , από τη μτχ. προέχων τού ρ. προέχω] …   Dictionary of Greek

  • προὔχοντας — προέχοντας , προέχω hold before pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύχοντας — προέχοντας , προέχω hold before pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη …   Dictionary of Greek

  • Μανιάτης — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Ψαριανός Φιλικός. Συνεργάστηκε με τον Παπανικολή και τον Κανάρη σε πολλές ναυμαχίες και βοήθησε πολύ το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Μετά την αποκατάσταση διετέλεσε αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. 2.… …   Dictionary of Greek

  • ευσχήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου. * * * εὐσχήμων, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση 2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη… …   Dictionary of Greek

  • ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… …   Dictionary of Greek

  • ζορμπάμπασης — και ζορπάπασης, ὁ (Μ) προύχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zorbabaci] …   Dictionary of Greek

  • καλλιστεύω — (AM) [κάλλιστος] μσν. (αρχ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ καλλιστεύων ο αξιωματούχος, ο προεστός, ο προύχοντας αρχ. 1. είμαι ο καλύτερος ή ο ωραιότερος, υπερέχω ως προς την ομορφιά ή την ανδρεία («καλλιστεύει πασέων τῶν ἐν Σπάρτη γυναικῶν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”